- σηψαιμικός
- -ή, -ό, Νιατρ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σηψαιμία («σηψαιμικά συμπτώματα»)2. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσβληθεί από σηψαιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < σηψαιμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.